ατηρός

ατηρός
ἀτηρός, -ά, -όν (Α)
Ι. 1. αυτός που έχει τυφλωθεί από την άτη, που ωθείται στην καταστροφή
2. ολέθριος, καταστρεπτικός
3. το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀτηρόν» — καταστροφή, συμφορά
II. επίρρ. ἀτηρῶς
τρομερά, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άτη (πρβλ. λυπηρός < λύπη, οδυνηρός < οδύνη, τολμηρός < τόλμη κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀτηρός — ἀ̱τηρός , ἀτηρός blinded by masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτηρά — ἀ̱τηρά , ἀτηρός blinded by neut nom/voc/acc pl ἀ̱τηρά̱ , ἀτηρός blinded by fem nom/voc/acc dual ἀ̱τηρά̱ , ἀτηρός blinded by fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτηρότερον — ἀ̱τηρότερον , ἀτηρός blinded by adverbial comp ἀ̱τηρότερον , ἀτηρός blinded by masc acc comp sg ἀ̱τηρότερον , ἀτηρός blinded by neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτηρόν — ἀ̱τηρόν , ἀτηρός blinded by masc acc sg ἀ̱τηρόν , ἀτηρός blinded by neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτηρότατον — ἀ̱τηρότατον , ἀτηρός blinded by masc acc superl sg ἀ̱τηρότατον , ἀτηρός blinded by neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτη — I Θεότητα, προσωποποίηση του ασυγκράτητου πάθους, που προκαλούσε αποστροφή σε θεούς και ανθρώπους, κόρη του Δία και της Έριδας. Η Ά. προκάλεσε παρεξήγηση μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, καθώς και μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα. Αυτή παρέσυρε την Ελένη… …   Dictionary of Greek

  • αταρτηρός — ἀταρτηρός, όν (Α) 1. υβριστικός, δηκτικός 2. επικίνδυνος, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός, άγνωστης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι ο τ. αταρτηρός παρουσιάζει τον ίδιο σχηματισμό με το ιων. ατηρός < άτη*, δηλ. όπως aFaτārόs… …   Dictionary of Greek

  • ατηρία — ἀτηρία, η (Α) [ατηρός]. βλάβη, κακό …   Dictionary of Greek

  • ἀτηροῖς — ἀ̱τηροῖς , ἀτηρός blinded by masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτηροῦ — ἀ̱τηροῦ , ἀτηρός blinded by masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”